- ξεροτηγάνισμα
- το, -ατοςτηγάνισμα με λίγο λάδι ή βούτυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεροτηγάνισμα — το [ξεροτηγανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεροτηγανίζω, τηγάνισμα με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο 2. το να ξεραίνεται κάτι από το πολύ τηγάνισμα, το παρατηγάνισμα 3. μτφ. συνεχής ταλαιπώρηση … Dictionary of Greek
τσιγάρισμα — το, ατος 1. καβούρντισμα, ξεροτηγάνισμα. 2. μτφ., βασάνισμα, ταλαιπωρία, κακοπέραση: Τι τσιγάρισμα τράβηξα απ την γκρίνια του! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)